- κολοφώνας
- ο (AM κολοφών, -ῶνος)1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.)2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή χειρογράφου και περιλαμβάνει συνήθως τα σχετικά με την παραγωγή του3. η υψηλότερη οριζόντια δοκός τής στέγης, ο κορφιάςαρχ.επιστέγασμα (α. «ἐπί... τῇ τῆς μέθης χρείᾳ τὸν κολοφῶνα πρῶτον ἐπιθῶμεν», Πλάτ.β. «κολοφών ἐπὶ τῷ περί οἴκου λόγῳ ῥηθέντι εἰρήσθω», Πλάτ.)2. είδος παιχνιδιού με μπάλα3. ονομασία ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κολωνός «ύψωμα, λόφος, σωρός» και εμφανίζει επίθημα -φων (< -bho-). Η ύπαρξη τού τοπωνυμίου Κολοφών τής Μικράς Ασίας δημιουργεί αμφιβολίες για το αν η λ. είναι ελληνική. Τη λ. κολοφών με σημ. «υπόμνημα στο τέλος βιβλίου ή χειρογράφου» δανείστηκαν και άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. colophon)].
Dictionary of Greek. 2013.